τριλοβίτες — Απολιθωμένα καρκινοειδή, που έζησαν στις θάλασσες του παλαιοζωικού αι. Χάρη στον πλούτο των ειδών και των αντιπροσώπων τους και στη μικρή κάθετη εξέλιξή τους, παίζουν σημαντικό ρόλο ως καθοδηγητικά απολιθώματα του παλαιοζωικού. Βρίσκονται σε… … Dictionary of Greek
περίπρωκτος — ο, Ν ζωολ. 1. εδρική περιοχή τών αχινών, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη μαδρεπορική πλάκα, τους πέντε γεννητικούς πόρους και τις κορυφαίες πλάκες 2. πυγίδιο … Dictionary of Greek
τέλσο — το / τέλσον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. α) το πυγίδιο β) το άζυγο ακραίο μεταμερές τών καρκινοειδών, τού λιμούλου, καθώς και το δωδέκατο κοιλιακό μεταμερές ορισμένων προνυμφών εντόμων και τών πρωτούρων αρχ. 1. το ακραίο σημείο εδαφικής έκτασης στο οποίο ο… … Dictionary of Greek
αγνωστίδες — Οικογένεια απολιθωμένων ζώων της τάξης των τριλοβιτών, που έζησαν κατά τον παλαιοζωικό αιώνα. Αντιπροσωπεύεται από λίγα γένη (άγνωστος, μικρόδισκος) μικρών διαστάσεων. Το κεφάλι τους, χωρίς μάτια, είναι όμοιο στη μορφή και στο μέγεθος με το… … Dictionary of Greek
καλιμενίδες — Οικογένεια της υφομοταξίας των τριλοβιτών, οι αντιπρόσωποι της οποίας έζησαν στις θάλασσες του σιλουρίου και του δεβονίου (παλαιοζωικός αιώνας) σε ολόκληρη τη Γη, γεγονός που αποδεικνύει ότι ήταν ικανοί να ζήσουν σε οποιεσδήποτε συνθήκες… … Dictionary of Greek
Χειρουρίδες — Οικογένεια τριλοβιτών. Οι εκπρόσωποί της είχαν κεφάλι με μικρά μάτια και χονδρό, βολβοειδές μεσόφρυδο και αυλάκια στην κοιλιά που την αποτελούσαν 9–18 τμήματα εφοδιασμένα με ακανθώδεις πλευρές και μικρό πυγίδιο. Το γένος χείρουρος έζησε από την… … Dictionary of Greek